ειδοποιώ

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ðo.piˈo/
  • Hyphenation: ει‧δο‧ποι‧ώ

Verb

[edit]

ειδοποιώ (eidopoió) (past ειδοποίησα, passive ειδοποιούμαι, p‑past ειδοποιήθηκα, ppp ειδοποιημένος)

  1. to notify, inform

Conjugation

[edit]
[edit]