αντιμέτωπος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντιμέτωπος • (antimétopos) m (feminine αντιμέτωπη, neuter αντιμέτωπο)
Declension[edit]
Declension of αντιμέτωπος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιμέτωπος • | αντιμέτωπη • | αντιμέτωπο • | αντιμέτωποι • | αντιμέτωπες • | αντιμέτωπα • |
genitive | αντιμέτωπου • | αντιμέτωπης • | αντιμέτωπου • | αντιμέτωπων • | αντιμέτωπων • | αντιμέτωπων • |
accusative | αντιμέτωπο • | αντιμέτωπη • | αντιμέτωπο • | αντιμέτωπους • | αντιμέτωπες • | αντιμέτωπα • |
vocative | αντιμέτωπε • | αντιμέτωπη • | αντιμέτωπο • | αντιμέτωποι • | αντιμέτωπες • | αντιμέτωπα • |
Related terms[edit]
- see: αντιμετωπίζω (antimetopízo, “to resist”)