εγκατάλειψη

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Koine Greek ἐγκατάλειψις (residual symptom) from ἐγκᾰτᾰλείπω (enkataleípō). Morphologically, (εν-) εγ- (in) +‎ κατα- (totally) + λειψ- from verb λείπω (leípō).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eŋ.ɡaˈta.li.psi/
  • Hyphenation: ε‧γκα‧τά‧λει‧ψη
  • Hyphenation: εγ‧κα‧τά‧λει‧ψη

Noun

[edit]

εγκατάλειψη (egkatáleipsif (uncountable)

  1. abandonment
    Η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά.
    I egkatáleipsí tou apó ti mitéra tou ton simádepse vathiá.
    His abandonment by his mother scarred him deeply.
    Αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης
    Antíkrisan sto érimo spíti mia eikóna plírous egkatáleipsis
    In the deserted house they faced a scene of complete of abandonment.

Declension

[edit]
[edit]