ανοιγοκλείσιμο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανοιγοκλείσιμο • (anoigokleísimo) n (plural ανοιγοκλεισίματα)
Declension
[edit]Declension of ανοιγοκλείσιμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανοιγοκλείσιμο • | ανοιγοκλεισίματα • |
genitive | ανοιγοκλεισίματος • | ανοιγοκλεισιμάτων • |
accusative | ανοιγοκλείσιμο • | ανοιγοκλεισίματα • |
vocative | ανοιγοκλείσιμο • | ανοιγοκλεισίματα • |
Related terms
[edit]- see: ανοιγοκλείνω (anoigokleíno, “to open and shut; to blink”)