αριθμητός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριθμητός (arithmitósm (feminine αριθμητή, neuter αριθμητό)

  1. enumerable, countable
    Synonyms: αριθμήσιμος (arithmísimos), μετρήσιμος (metrísimos)

Declension

[edit]
[edit]