αγαρμποσύνη
Greek
Noun
αγαρμποσύνη • (agarmposýni) f (plural αγαρμποσύνες)
Declension
Declension of αγαρμποσύνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγαρμποσύνη • | αγαρμποσύνες • |
genitive | αγαρμποσύνης • | αγαρμποσυνών • |
accusative | αγαρμποσύνη • | αγαρμποσύνες • |
vocative | αγαρμποσύνη • | αγαρμποσύνες • |
Synonyms
- αγαρμπιά f (agarmpiá)