αδιακόσμητος
Greek
Adjective
αδιακόσμητος • (adiakósmitos) m (feminine αδιακόσμητη, neuter αδιακόσμητο)
Declension
Declension of αδιακόσμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιακόσμητος • | αδιακόσμητη • | αδιακόσμητο • | αδιακόσμητοι • | αδιακόσμητες • | αδιακόσμητα • |
genitive | αδιακόσμητου • | αδιακόσμητης • | αδιακόσμητου • | αδιακόσμητων • | αδιακόσμητων • | αδιακόσμητων • |
accusative | αδιακόσμητο • | αδιακόσμητη • | αδιακόσμητο • | αδιακόσμητους • | αδιακόσμητες • | αδιακόσμητα • |
vocative | αδιακόσμητε • | αδιακόσμητη • | αδιακόσμητο • | αδιακόσμητοι • | αδιακόσμητες • | αδιακόσμητα • |
Related terms
- see: διακοσμώ (diakosmó, “to decorate, to adorn”)