αλογότριχα
Greek
Noun
αλογότριχα • (alogótricha) f (plural αλογότριχες)
Declension
Declension of αλογότριχα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλογότριχα • | αλογότριχες • |
genitive | αλογότριχας • | αλογοτριχών • |
accusative | αλογότριχα • | αλογότριχες • |
vocative | αλογότριχα • | αλογότριχες • |