αποκλεισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αποκλείομαι (apokleíomai), passive voice of αποκλείω (“block out; exclude”).
Pronunciation
Participle
αποκλεισμένος • (apokleisménos) (— parameter error — )
Declension
Declension of αποκλεισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκλεισμένος • | αποκλεισμένη • | αποκλεισμένο • | αποκλεισμένοι • | αποκλεισμένες • | αποκλεισμένα • |
genitive | αποκλεισμένου • | αποκλεισμένης • | αποκλεισμένου • | αποκλεισμένων • | αποκλεισμένων • | αποκλεισμένων • |
accusative | αποκλεισμένο • | αποκλεισμένη • | αποκλεισμένο • | αποκλεισμένους • | αποκλεισμένες • | αποκλεισμένα • |
vocative | αποκλεισμένε • | αποκλεισμένη • | αποκλεισμένο • | αποκλεισμένοι • | αποκλεισμένες • | αποκλεισμένα • |
Related terms
- αποκλεισμός m (apokleismós, “blockade”)