γαμβριάτικος
Greek
[edit]Adjective
[edit]γαμβριάτικος • (gamvriátikos) m (feminine γαμβριάτικη, neuter γαμβριάτικο)
- (uncommon) Alternative form of γαμπριάτικος (gampriátikos)
Declension
[edit]Declension of γαμβριάτικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαμβριάτικος • | γαμβριάτικη • | γαμβριάτικο • | γαμβριάτικοι • | γαμβριάτικες • | γαμβριάτικα • |
genitive | γαμβριάτικου • | γαμβριάτικης • | γαμβριάτικου • | γαμβριάτικων • | γαμβριάτικων • | γαμβριάτικων • |
accusative | γαμβριάτικο • | γαμβριάτικη • | γαμβριάτικο • | γαμβριάτικους • | γαμβριάτικες • | γαμβριάτικα • |
vocative | γαμβριάτικε • | γαμβριάτικη • | γαμβριάτικο • | γαμβριάτικοι • | γαμβριάτικες • | γαμβριάτικα • |