εχθροπραξία
Greek
Noun
εχθροπραξία • (echthropraxía) f (plural εχθροπραξίες)
- hostility (hostile action)
Declension
Declension of εχθροπραξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εχθροπραξία • | εχθροπραξίες • |
genitive | εχθροπραξίας • | εχθροπραξιών • |
accusative | εχθροπραξία • | εχθροπραξίες • |
vocative | εχθροπραξία • | εχθροπραξίες • |