πραγματεία
Greek
Noun
πραγματεία • (pragmateía) f (plural πραγματείες)
Declension
Declension of πραγματεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πραγματεία • | πραγματείες • |
genitive | πραγματείας • | πραγματειών • |
accusative | πραγματεία • | πραγματείες • |
vocative | πραγματεία • | πραγματείες • |