ρατσίστρια
Greek
Noun
ρατσίστρια • (ratsístria) f (plural ρατσίστριες, masculine ρατσιστής)
Declension
Declension of ρατσίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρατσίστρια • | ρατσίστριες • |
genitive | ρατσίστριας • | ρατσιστριών • |
accusative | ρατσίστρια • | ρατσίστριες • |
vocative | ρατσίστρια • | ρατσίστριες • |