σκοπευτήριο
Greek
Noun
σκοπευτήριο • (skopeftírio) n
Declension
Declension of σκοπευτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκοπευτήριο • | σκοπευτήρια • |
genitive | σκοπευτηρίου •, σκοπευτήριου • | σκοπευτηρίων • |
accusative | σκοπευτήριο • | σκοπευτήρια • |
vocative | σκοπευτήριο • | σκοπευτήρια • |