σπούδασμα
Greek
Noun
σπούδασμα • (spoúdasma) n (plural σπουδάσματα)
Declension
Declension of σπούδασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπούδασμα • | σπουδάσματα • |
genitive | σπουδάσματος • | σπουδασμάτων • |
accusative | σπούδασμα • | σπουδάσματα • |
vocative | σπούδασμα • | σπουδάσματα • |