ταφόπλακα
Greek
Noun
ταφόπλακα • (tafóplaka) f (plural ταφόπλακες)
Declension
Declension of ταφόπλακα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταφόπλακα • | ταφόπλακες • |
genitive | ταφόπλακας • | — |
accusative | ταφόπλακα • | ταφόπλακες • |
vocative | ταφόπλακα • | ταφόπλακες • |
Synonyms
- ταφόπετρα f (tafópetra)