τρομοκράτισσα
Greek
Noun
τρομοκράτισσα • (tromokrátissa) f (plural τρομοκράτισσες, masculine τρομοκράτης)
Declension
Declension of τρομοκράτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρομοκράτισσα • | τρομοκράτισσες • |
genitive | τρομοκράτισσας • | τρομοκρατισσών • |
accusative | τρομοκράτισσα • | τρομοκράτισσες • |
vocative | τρομοκράτισσα • | τρομοκράτισσες • |