ωκεάνιος
Greek
Adjective
ωκεάνιος • (okeánios) m (feminine ωκεάνια, neuter ωκεάνιο)
Declension
Declension of ωκεάνιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ωκεάνιος • | ωκεάνια • | ωκεάνιο • | ωκεάνιοι • | ωκεάνιες • | ωκεάνια • |
genitive | ωκεάνιου • | ωκεάνιας • | ωκεάνιου • | ωκεάνιων • | ωκεάνιων • | ωκεάνιων • |
accusative | ωκεάνιο • | ωκεάνια • | ωκεάνιο • | ωκεάνιους • | ωκεάνιες • | ωκεάνια • |
vocative | ωκεάνιε • | ωκεάνια • | ωκεάνιο • | ωκεάνιοι • | ωκεάνιες • | ωκεάνια • |
Related terms
- Ωκεανία f (Okeanía, “Oceania”)