αποθησαυριστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποθησαυριστικός • (apothisavristikós) m (feminine αποθησαυριστική, neuter αποθησαυριστικό)
Declension
[edit]Declension of αποθησαυριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποθησαυριστικός • | αποθησαυριστική • | αποθησαυριστικό • | αποθησαυριστικοί • | αποθησαυριστικές • | αποθησαυριστικά • |
genitive | αποθησαυριστικού • | αποθησαυριστικής • | αποθησαυριστικού • | αποθησαυριστικών • | αποθησαυριστικών • | αποθησαυριστικών • |
accusative | αποθησαυριστικό • | αποθησαυριστική • | αποθησαυριστικό • | αποθησαυριστικούς • | αποθησαυριστικές • | αποθησαυριστικά • |
vocative | αποθησαυριστικέ • | αποθησαυριστική • | αποθησαυριστικό • | αποθησαυριστικοί • | αποθησαυριστικές • | αποθησαυριστικά • |
Related terms
[edit]- see: αποθησαυρίζω (apothisavrízo, “to hoard”)