απορρόφηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απορρόφηση • (aporrófisi) f (plural απορροφήσεις)
Declension
[edit]Declension of απορρόφηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απορρόφηση • | απορροφήσεις • | |
genitive | απορρόφησης • | απορροφήσεων • | |
accusative | απορρόφηση • | απορροφήσεις • | |
vocative | απορρόφηση • | απορροφήσεις • | |
Older or formal genitive singular: απορροφήσεως • |
Related terms
[edit]- see: απορροφώ (aporrofó, “to absorb”)
Further reading
[edit]- απορρόφηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απορρόφηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language