αφοδευτήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αφοδευτήριο • (afodeftírio) n (plural αφοδευτήρια)
- WC, water closet, lavatory toilet
- Synonym: τουαλέτα (toualéta)
Declension
[edit]Declension of αφοδευτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αφοδευτήριο • | αφοδευτήρια • |
genitive | αφοδευτηρίου •, αφοδευτήριου • | αφοδευτηρίων • |
accusative | αφοδευτήριο • | αφοδευτήρια • |
vocative | αφοδευτήριο • | αφοδευτήρια • |
Related terms
[edit]- see: αφοδεύω (afodévo, “to defecate”)
Further reading
[edit]- Τουαλέτα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el