εκκένωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]εκκένωση • (ekkénosi) f (plural εκκενώσεις)
Declension
[edit]Declension of εκκένωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εκκένωση • | εκκενώσεις • | |
genitive | εκκένωσης • | εκκενώσεων • | |
accusative | εκκένωση • | εκκενώσεις • | |
vocative | εκκένωση • | εκκενώσεις • | |
Older or formal genitive singular: εκκενώσεως • |