μελλοντικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]μελλοντικός • (mellontikós) m (feminine μελλοντική, neuter μελλοντικό)
- future, to come
Declension
[edit]Declension of μελλοντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελλοντικός • | μελλοντική • | μελλοντικό • | μελλοντικοί • | μελλοντικές • | μελλοντικά • |
genitive | μελλοντικού • | μελλοντικής • | μελλοντικού • | μελλοντικών • | μελλοντικών • | μελλοντικών • |
accusative | μελλοντικό • | μελλοντική • | μελλοντικό • | μελλοντικούς • | μελλοντικές • | μελλοντικά • |
vocative | μελλοντικέ • | μελλοντική • | μελλοντικό • | μελλοντικοί • | μελλοντικές • | μελλοντικά • |