μουνότριχα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μουν- (moun-, “cunt”) + -ό- (-ó-) + τρίχα (trícha, “hair”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μουνότριχα • (mounótricha) f (plural μουνότριχες)
- (colloquial, vulgar) pube, netherhair, short and curly (single female pubic hair)
Declension
[edit]Declension of μουνότριχα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μουνότριχα • | μουνότριχες • |
genitive | μουνότριχας • | — |
accusative | μουνότριχα • | μουνότριχες • |
vocative | μουνότριχα • | μουνότριχες • |