διάβρωση
Greek
[edit]Noun
[edit]διάβρωση • (diávrosi) f (plural διαβρώσεις)
Declension
[edit]Declension of διάβρωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διάβρωση • | διαβρώσεις • | |
genitive | διάβρωσης • | διαβρώσεων • | |
accusative | διάβρωση • | διαβρώσεις • | |
vocative | διάβρωση • | διαβρώσεις • | |
Older or formal genitive singular: διαβρώσεως • |