λειψανοθήκη
Greek
[edit]Etymology
[edit]From λείψαν(ο) (“relic”) + -ο- + -θήκη (“case, holster”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]λειψανοθήκη • (leipsanothíki) f (plural λειψανοθήκες)
Declension
[edit]Declension of λειψανοθήκη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λειψανοθήκη • | λειψανοθήκες • |
genitive | λειψανοθήκης • | λειψανοθηκών • |
accusative | λειψανοθήκη • | λειψανοθήκες • |
vocative | λειψανοθήκη • | λειψανοθήκες • |
Related terms
[edit]- λείψανο n (leípsano, “relic”)