μουνόψειρα
Greek
[edit]Etymology
[edit]μουν- (moun-, “cunt”) + -ό- (-ó-) + ψείρα (pseíra, “louse”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μουνόψειρα • (mounópseira) f (plural μουνόψειρες)
- (colloquial, vulgar) crab, crab louse (louse that lives amongst the pubic hairs of humans and feeds on blood)
- Κόλλησα μουνόψειρες από την πρώην μου. ― Kóllisa mounópseires apó tin próin mou. ― My ex gave me crabs.
- (colloquial, offensive, figuratively) pest, nuisance, pain in the arse (extremely annoying person)
- Με έχει πρήξει αυτή η μουνόψειρα με τις ερωτήσεις του! ― Me échei príxei aftí i mounópseira me tis erotíseis tou! ― That pain in the arse has been tormenting me with questions!
Declension
[edit]Declension of μουνόψειρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μουνόψειρα • | μουνόψειρες • |
genitive | μουνόψειρας • | — |
accusative | μουνόψειρα • | μουνόψειρες • |
vocative | μουνόψειρα • | μουνόψειρες • |
Synonyms
[edit]- (crab louse): καβούρι n (kavoúri), καβουρόψειρα f (kavourópseira)
- (pest, pain in the arse): κολλιτσίδα f (kollitsída)