αναδιάρθρωση
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναδιάρθρωση • (anadiárthrosi) f (plural αναδιαρθρώσεις)
- restructuring, reorganisation (UK), reorganization (US)
Declension
[edit]Declension of αναδιάρθρωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναδιάρθρωση • | αναδιαρθρώσεις • | |
genitive | αναδιάρθρωσης • | αναδιαρθρώσεων • | |
accusative | αναδιάρθρωση • | αναδιαρθρώσεις • | |
vocative | αναδιάρθρωση • | αναδιαρθρώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναδιαρθρώσεως • |
Related terms
[edit]- αναδιαρθρώνω (anadiarthróno, “to restructure”)