καταπακτή
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek καταπακτή θύρα (katapaktḗ thúra).
Noun
[edit]καταπακτή • (katapaktí) f (plural καταπακτές)
Declension
[edit]Declension of καταπακτή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταπακτή • | καταπακτές • |
genitive | καταπακτής • | καταπακτών • |
accusative | καταπακτή • | καταπακτές • |
vocative | καταπακτή • | καταπακτές • |
Synonyms
[edit]- (obsolete) καθέκτης m (kathéktis)