χειμερία νάρκη
Greek
[edit]Etymology
[edit]χειμέριος (cheimérios, “winter”) + νάρκη (nárki, “torpor”)
Noun
[edit]χειμερία νάρκη • (cheimería nárki) f (uncountable)
Further reading
[edit]- χειμερία νάρκη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
χειμέριος (cheimérios, “winter”) + νάρκη (nárki, “torpor”)
χειμερία νάρκη • (cheimería nárki) f (uncountable)