συμφωνικό ποίημα
Greek
[edit]Noun
[edit]συμφωνικό ποίημα • (symfonikó poíima) n (plural συμφωνικά ποιήματα)
Declension
[edit]- see: συμφωνικός (symfonikós) and ποίημα (poíima)
Further reading
[edit]- συμφωνικό ποίημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el