αγγλοφοβία
Greek
Noun
αγγλοφοβία • (anglofovía) f (uncountable)
Declension
αγγλοφοβία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αγγλοφοβία • |
genitive | αγγλοφοβίας • |
accusative | αγγλοφοβία • |
vocative | αγγλοφοβία • |
Antonyms
- αγγλοφιλία f (anglofilía, “Anglophilia”)
Related terms
- αγγλόφιλος (anglófilos, “Anglophile”)
- and see: Αγγλία f (Anglía, “England”)