έξτρα παρθένο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]έξτρα παρθένο • (éxtra parthéno) n (éxtra parthéno)
- extra virgin
- έξτρα παρθένο ελαιόλαδο
- extra virgin olive oil
- έξτρα παρθένο ελαιόλαδο
See also
[edit]- αγουρόλαδο n (agourólado, “extra virgin olive oil, green olive oil”)
- ελαιόλαδο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el