Jump to content

αγκιδωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from αγκίδα (agkída, thorn, barb)

Adjective

[edit]

αγκιδωτός (agkidotósm (feminine αγκιδωτή, neuter αγκιδωτό)

  1. Alternative form of ακιδωτός (akidotós)

Declension

[edit]
Declension of αγκιδωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκιδωτός (agkidotós) αγκιδωτή (agkidotí) αγκιδωτό (agkidotó) αγκιδωτοί (agkidotoí) αγκιδωτές (agkidotés) αγκιδωτά (agkidotá)
genitive αγκιδωτού (agkidotoú) αγκιδωτής (agkidotís) αγκιδωτού (agkidotoú) αγκιδωτών (agkidotón) αγκιδωτών (agkidotón) αγκιδωτών (agkidotón)
accusative αγκιδωτό (agkidotó) αγκιδωτή (agkidotí) αγκιδωτό (agkidotó) αγκιδωτούς (agkidotoús) αγκιδωτές (agkidotés) αγκιδωτά (agkidotá)
vocative αγκιδωτέ (agkidoté) αγκιδωτή (agkidotí) αγκιδωτό (agkidotó) αγκιδωτοί (agkidotoí) αγκιδωτές (agkidotés) αγκιδωτά (agkidotá)
[edit]