αδιαφήμιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αδιαφήμιστος • (adiafímistos) m (feminine αδιαφήμιστη, neuter αδιαφήμιστο)
Declension[edit]
Declension of αδιαφήμιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαφήμιστος • | αδιαφήμιστη • | αδιαφήμιστο • | αδιαφήμιστοι • | αδιαφήμιστες • | αδιαφήμιστα • |
genitive | αδιαφήμιστου • | αδιαφήμιστης • | αδιαφήμιστου • | αδιαφήμιστων • | αδιαφήμιστων • | αδιαφήμιστων • |
accusative | αδιαφήμιστο • | αδιαφήμιστη • | αδιαφήμιστο • | αδιαφήμιστους • | αδιαφήμιστες • | αδιαφήμιστα • |
vocative | αδιαφήμιστε • | αδιαφήμιστη • | αδιαφήμιστο • | αδιαφήμιστοι • | αδιαφήμιστες • | αδιαφήμιστα • |
Related terms[edit]
- διαφημίζω (diafimízo, “to advertise”)