αδιπλασίαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αδιπλασίαστος • (adiplasíastos) m (feminine αδιπλασίαστη, neuter αδιπλασίαστο)
Declension[edit]
Declension of αδιπλασίαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιπλασίαστος • | αδιπλασίαστη • | αδιπλασίαστο • | αδιπλασίαστοι • | αδιπλασίαστες • | αδιπλασίαστα • |
genitive | αδιπλασίαστου • | αδιπλασίαστης • | αδιπλασίαστου • | αδιπλασίαστων • | αδιπλασίαστων • | αδιπλασίαστων • |
accusative | αδιπλασίαστο • | αδιπλασίαστη • | αδιπλασίαστο • | αδιπλασίαστους • | αδιπλασίαστες • | αδιπλασίαστα • |
vocative | αδιπλασίαστε • | αδιπλασίαστη • | αδιπλασίαστο • | αδιπλασίαστοι • | αδιπλασίαστες • | αδιπλασίαστα • |
Antonyms[edit]
- διπλασιασμένος (diplasiasménos, “doubled”)
Related terms[edit]
- διπλασιάζω (diplasiázo, “to double”)