αθημώνιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αθημώνιαστος • (athimóniastos) m (feminine αθημώνιαστη, neuter αθημώνιαστο)
- (agriculture) unstooked (wheat stalks, etc)
Declension[edit]
Declension of αθημώνιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθημώνιαστος • | αθημώνιαστη • | αθημώνιαστο • | αθημώνιαστοι • | αθημώνιαστες • | αθημώνιαστα • |
genitive | αθημώνιαστου • | αθημώνιαστης • | αθημώνιαστου • | αθημώνιαστων • | αθημώνιαστων • | αθημώνιαστων • |
accusative | αθημώνιαστο • | αθημώνιαστη • | αθημώνιαστο • | αθημώνιαστους • | αθημώνιαστες • | αθημώνιαστα • |
vocative | αθημώνιαστε • | αθημώνιαστη • | αθημώνιαστο • | αθημώνιαστοι • | αθημώνιαστες • | αθημώνιαστα • |
Related terms[edit]
- θημωνιά f (thimoniá, “stook”)