αισθητηριακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αισθητηριακός • (aisthitiriakós) m (feminine αισθητηριακή, neuter αισθητηριακό)
Declension[edit]
Declension of αισθητηριακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητηριακός • | αισθητηριακή • | αισθητηριακό • | αισθητηριακοί • | αισθητηριακές • | αισθητηριακά • |
genitive | αισθητηριακού • | αισθητηριακής • | αισθητηριακού • | αισθητηριακών • | αισθητηριακών • | αισθητηριακών • |
accusative | αισθητηριακό • | αισθητηριακή • | αισθητηριακό • | αισθητηριακούς • | αισθητηριακές • | αισθητηριακά • |
vocative | αισθητηριακέ • | αισθητηριακή • | αισθητηριακό • | αισθητηριακοί • | αισθητηριακές • | αισθητηριακά • |
Synonyms[edit]
- αισθητήριος (aisthitírios)
Related terms[edit]
- αισθητήριο n (aisthitírio, “sense organ, intuition”)