ακοστολόγητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακοστολόγητος • (akostológitos) m (feminine ακοστολόγητη, neuter ακοστολόγητο)
- uncosted, unestimated (for price), unpriced
Declension
[edit]Declension of ακοστολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοστολόγητος • | ακοστολόγητη • | ακοστολόγητο • | ακοστολόγητοι • | ακοστολόγητες • | ακοστολόγητα • |
genitive | ακοστολόγητου • | ακοστολόγητης • | ακοστολόγητου • | ακοστολόγητων • | ακοστολόγητων • | ακοστολόγητων • |
accusative | ακοστολόγητο • | ακοστολόγητη • | ακοστολόγητο • | ακοστολόγητους • | ακοστολόγητες • | ακοστολόγητα • |
vocative | ακοστολόγητε • | ακοστολόγητη • | ακοστολόγητο • | ακοστολόγητοι • | ακοστολόγητες • | ακοστολόγητα • |