ακτινολογικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
ακτινολογικός • (aktinologikós) m (feminine ακτινολογική, neuter ακτινολογικό)
Declension[edit]
Declension of ακτινολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακτινολογικός • | ακτινολογική • | ακτινολογικό • | ακτινολογικοί • | ακτινολογικές • | ακτινολογικά • |
genitive | ακτινολογικού • | ακτινολογικής • | ακτινολογικού • | ακτινολογικών • | ακτινολογικών • | ακτινολογικών • |
accusative | ακτινολογικό • | ακτινολογική • | ακτινολογικό • | ακτινολογικούς • | ακτινολογικές • | ακτινολογικά • |
vocative | ακτινολογικέ • | ακτινολογική • | ακτινολογικό • | ακτινολογικοί • | ακτινολογικές • | ακτινολογικά • |
Synonyms[edit]
- ακτινοσκοπικός (aktinoskopikós)
Related terms[edit]
- see: ακτινολογία f (aktinología, “radiology”)