αλυσιδωτός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλυσιδωτός • (alysidotós) m (feminine αλυσιδωτή, neuter αλυσιδωτό)
- chain
- αλυσιδωτή πανοπλία ― alysidotí panoplía ― chain mail
Declension
[edit]Declension of αλυσιδωτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλυσιδωτός • | αλυσιδωτή • | αλυσιδωτό • | αλυσιδωτοί • | αλυσιδωτές • | αλυσιδωτά • |
genitive | αλυσιδωτού • | αλυσιδωτής • | αλυσιδωτού • | αλυσιδωτών • | αλυσιδωτών • | αλυσιδωτών • |
accusative | αλυσιδωτό • | αλυσιδωτή • | αλυσιδωτό • | αλυσιδωτούς • | αλυσιδωτές • | αλυσιδωτά • |
vocative | αλυσιδωτέ • | αλυσιδωτή • | αλυσιδωτό • | αλυσιδωτοί • | αλυσιδωτές • | αλυσιδωτά • |
Related terms
[edit]- αλυσιδωτή πανοπλία f (alysidotí panoplía, “chain mail”)
- see: αλυσίδα f (alysída, “chain”)