αμεταποίητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αμεταποίητος • (ametapoíitos) m (feminine αμεταποίητη, neuter αμεταποίητο)
- unaltered (clothing)
- unmanufactured (fabric)
Declension[edit]
Declension of αμεταποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεταποίητος • | αμεταποίητη • | αμεταποίητο • | αμεταποίητοι • | αμεταποίητες • | αμεταποίητα • |
genitive | αμεταποίητου • | αμεταποίητης • | αμεταποίητου • | αμεταποίητων • | αμεταποίητων • | αμεταποίητων • |
accusative | αμεταποίητο • | αμεταποίητη • | αμεταποίητο • | αμεταποίητους • | αμεταποίητες • | αμεταποίητα • |
vocative | αμεταποίητε • | αμεταποίητη • | αμεταποίητο • | αμεταποίητοι • | αμεταποίητες • | αμεταποίητα • |
Synonyms[edit]
- see: αμετάβλητος (ametávlitos)