αναμορφωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αναμορφωτικός • (anamorfotikós) m (feminine αναμορφωτική, neuter αναμορφωτικό)
Declension[edit]
Declension of αναμορφωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναμορφωτικός • | αναμορφωτική • | αναμορφωτικό • | αναμορφωτικοί • | αναμορφωτικές • | αναμορφωτικά • |
genitive | αναμορφωτικού • | αναμορφωτικής • | αναμορφωτικού • | αναμορφωτικών • | αναμορφωτικών • | αναμορφωτικών • |
accusative | αναμορφωτικό • | αναμορφωτική • | αναμορφωτικό • | αναμορφωτικούς • | αναμορφωτικές • | αναμορφωτικά • |
vocative | αναμορφωτικέ • | αναμορφωτική • | αναμορφωτικό • | αναμορφωτικοί • | αναμορφωτικές • | αναμορφωτικά • |
Related terms[edit]
- see: αναμορφώνω (anamorfóno, “to reform”)