ανεξέλικτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανεξέλικτος • (anexéliktos) m (feminine ανεξέλικτη, neuter ανεξέλικτο)
- undeveloped, unevolved
- Synonym: εξελιγμένος (exeligménos)
- backward, primitive
Declension
[edit]Declension of ανεξέλικτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξέλικτος • | ανεξέλικτη • | ανεξέλικτο • | ανεξέλικτοι • | ανεξέλικτες • | ανεξέλικτα • |
genitive | ανεξέλικτου • | ανεξέλικτης • | ανεξέλικτου • | ανεξέλικτων • | ανεξέλικτων • | ανεξέλικτων • |
accusative | ανεξέλικτο • | ανεξέλικτη • | ανεξέλικτο • | ανεξέλικτους • | ανεξέλικτες • | ανεξέλικτα • |
vocative | ανεξέλικτε • | ανεξέλικτη • | ανεξέλικτο • | ανεξέλικτοι • | ανεξέλικτες • | ανεξέλικτα • |