αντρόπιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αντρόπιαστος • (antrópiastos) m (feminine αντρόπιαστη, neuter αντρόπιαστο)
- undishonoured, not dishonoured (UK), undishonored, not dishonored (US)
Declension[edit]
Declension of αντρόπιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντρόπιαστος • | αντρόπιαστη • | αντρόπιαστο • | αντρόπιαστοι • | αντρόπιαστες • | αντρόπιαστα • |
genitive | αντρόπιαστου • | αντρόπιαστης • | αντρόπιαστου • | αντρόπιαστων • | αντρόπιαστων • | αντρόπιαστων • |
accusative | αντρόπιαστο • | αντρόπιαστη • | αντρόπιαστο • | αντρόπιαστους • | αντρόπιαστες • | αντρόπιαστα • |
vocative | αντρόπιαστε • | αντρόπιαστη • | αντρόπιαστο • | αντρόπιαστοι • | αντρόπιαστες • | αντρόπιαστα • |
Related terms[edit]
- see: άντρας m (ántras, “man”)