ανυπόνιαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανυπόνιαστος • (anypóniastos) m (feminine ανυπόνιαστη, neuter ανυπόνιαστο)
- unsuspecting, unsuspicious
- Synonym: ανύποπτος (anýpoptos)
Declension
[edit]Declension of ανυπόνιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανυπόνιαστος • | ανυπόνιαστη • | ανυπόνιαστο • | ανυπόνιαστοι • | ανυπόνιαστες • | ανυπόνιαστα • |
genitive | ανυπόνιαστου • | ανυπόνιαστης • | ανυπόνιαστου • | ανυπόνιαστων • | ανυπόνιαστων • | ανυπόνιαστων • |
accusative | ανυπόνιαστο • | ανυπόνιαστη • | ανυπόνιαστο • | ανυπόνιαστους • | ανυπόνιαστες • | ανυπόνιαστα • |
vocative | ανυπόνιαστε • | ανυπόνιαστη • | ανυπόνιαστο • | ανυπόνιαστοι • | ανυπόνιαστες • | ανυπόνιαστα • |