αξέταστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αξέταστος • (axétastos) m (feminine αξέταστη, neuter αξέταστο)
Declension[edit]
Declension of αξέταστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξέταστος • | αξέταστη • | αξέταστο • | αξέταστοι • | αξέταστες • | αξέταστα • |
genitive | αξέταστου • | αξέταστης • | αξέταστου • | αξέταστων • | αξέταστων • | αξέταστων • |
accusative | αξέταστο • | αξέταστη • | αξέταστο • | αξέταστους • | αξέταστες • | αξέταστα • |
vocative | αξέταστε • | αξέταστη • | αξέταστο • | αξέταστοι • | αξέταστες • | αξέταστα • |