αξεθύμαστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αξεθύμαστος • (axethýmastos) m (feminine αξεθύμαστη, neuter αξεθύμαστο)
- unabated, not calmed down
- Synonym: ακαταλάγιαστος (akatalágiastos)
- Antonym: ξεθυμασμένος (xethymasménos)
Declension[edit]
Declension of αξεθύμαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεθύμαστος • | αξεθύμαστη • | αξεθύμαστο • | αξεθύμαστοι • | αξεθύμαστες • | αξεθύμαστα • |
genitive | αξεθύμαστου • | αξεθύμαστης • | αξεθύμαστου • | αξεθύμαστων • | αξεθύμαστων • | αξεθύμαστων • |
accusative | αξεθύμαστο • | αξεθύμαστη • | αξεθύμαστο • | αξεθύμαστους • | αξεθύμαστες • | αξεθύμαστα • |
vocative | αξεθύμαστε • | αξεθύμαστη • | αξεθύμαστο • | αξεθύμαστοι • | αξεθύμαστες • | αξεθύμαστα • |
Related terms[edit]
- αξεθύμαστα (axethýmasta, “unabatedly”, adverb)