αξιοκατηγόρητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αξιοκατηγόρητος • (axiokatigóritos) m (feminine αξιοκατηγόρητη, neuter αξιοκατηγόρητο)
- blameworthy, reprehensible
- Synonyms: αξιοκατάκριτος (axiokatákritos), αξιόμεμπτος (axiómemptos)
Declension[edit]
Declension of αξιοκατηγόρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιοκατηγόρητος • | αξιοκατηγόρητη • | αξιοκατηγόρητο • | αξιοκατηγόρητοι • | αξιοκατηγόρητες • | αξιοκατηγόρητα • |
genitive | αξιοκατηγόρητου • | αξιοκατηγόρητης • | αξιοκατηγόρητου • | αξιοκατηγόρητων • | αξιοκατηγόρητων • | αξιοκατηγόρητων • |
accusative | αξιοκατηγόρητο • | αξιοκατηγόρητη • | αξιοκατηγόρητο • | αξιοκατηγόρητους • | αξιοκατηγόρητες • | αξιοκατηγόρητα • |
vocative | αξιοκατηγόρητε • | αξιοκατηγόρητη • | αξιοκατηγόρητο • | αξιοκατηγόρητοι • | αξιοκατηγόρητες • | αξιοκατηγόρητα • |