απαιδαγώγητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
απαιδαγώγητος • (apaidagógitos) m (feminine απαιδαγώγητη, neuter απαιδαγώγητο)
Declension[edit]
Declension of απαιδαγώγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαιδαγώγητος • | απαιδαγώγητη • | απαιδαγώγητο • | απαιδαγώγητοι • | απαιδαγώγητες • | απαιδαγώγητα • |
genitive | απαιδαγώγητου • | απαιδαγώγητης • | απαιδαγώγητου • | απαιδαγώγητων • | απαιδαγώγητων • | απαιδαγώγητων • |
accusative | απαιδαγώγητο • | απαιδαγώγητη • | απαιδαγώγητο • | απαιδαγώγητους • | απαιδαγώγητες • | απαιδαγώγητα • |
vocative | απαιδαγώγητε • | απαιδαγώγητη • | απαιδαγώγητο • | απαιδαγώγητοι • | απαιδαγώγητες • | απαιδαγώγητα • |
Related terms[edit]
- see: απαιδαγωγησία f (apaidagogisía, “illiteracy”)